συλλαβιστός

συλλαβιστός
η , ό[ν] слоговой, произносимый, читаемый по слогам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συλλαβιστός" в других словарях:

  • συλλαβιστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εκφωνείται κατά συλλαβές 2. αυτός που διαβάζεται με δυσκολία. επίρρ... συλλαβιστά Ν 1. κατά συλλαβή, με συλλαβισμό 2. (κατ επέκτ.) με δυσκολία στην ανάγνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. συλλαβιστόν,… …   Dictionary of Greek

  • συλλαβιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που διαβάζεται συλλαβή συλλαβή: Διαβάζειακόμη συλλαβιστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλαβιστά — Ν επίρρ. βλ. συλλαβιστός …   Dictionary of Greek

  • ασυλλάβιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε χωρίστηκε στις συλλαβές του, δε συλλαβίστηκε (αντίθ. συλλαβιστός): Αγωνιζόταν να διαβάσει ασυλλάβιστα, αλλά δεν το κατάφερνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»